ποτηροπλύτης

ποτηροπλύτης
ποτηρο-πλύτης [pron. full] [ῠ], ου, , = foreg., PLond.5.1657 (iv/v A. D.), Ostr.1218;
A gloss on κυλικεῖον, Sch.Luc.Lex.7 (-πλύτης perh. adapted from Lat. pluteus, cf. Engl. cupboard).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποτηροπλύτης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. κάθε μέσο με το οποίο πλύνονται ποτήρια 2. βοτ. το φυτό ελξίνη αρχ. αγγείο, σκεύος μέσα στο οποίο έπλυναν ποτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήρι(ον) + πλύτης (< πλύνω)] …   Dictionary of Greek

  • ποτηροπλύται — ποτηροπλύτης pluteus masc nom/voc pl ποτηροπλύτᾱͅ , ποτηροπλύτης pluteus masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτηροπλύτην — ποτηροπλύτης pluteus masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”